- βύρσα
- η (AM βύρσα)νεοελλ.χοντρό, κατεργασμένο δέρμα για περικάλυψη μηχανημάτων ή εξαρτημάτων που υφίστανται μεγάλη τριβή(αρχ. -μσν.) δέρμα γδαρμένου ζώουαρχ.1. δέρμα ζωντανού λιονταριού2. ασκί για κρασί3. (περιφρονητικά για άνθρωπο) τομάρι, παλιοτόμαρο4. φρ. «βύρσης κτύπος» — ο χτύπος του τυμπάνου.[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι συνδέεται με λατ. buna «πυκνόμαλλο ρούχο», αρχ. ιρλ. barr «φύλλωμα, τρίχωμα, φούντα», μσν. γερμ. Borste «σκληρή τρίχα», ελλ. βειρόν «δασύ»και ανάγεται σε ινδοευρ. *bhrs- < *bhers-. Κατ' άλλους η λ. βύρσα αποτελεί δάνειο από τα Ιλλυρικά.ΠΑΡ. αρχ. βυρσεύς, βύρσινος, βυρσώ, βυρσώδηςνεοελλ.βύρσωμα.ΣΥΝΘ. αρχ. βυρσαίετος, βυρσοπαγής, βυρσοπαφλαγών, βυρσοποιός, βυρσοπώλης, βυρσοτενής, βυρσότονος(αρχ. -μσν.) βυρσοδέψηςμσν.βυρσεργάτης].
Dictionary of Greek. 2013.